- κρόνιππος
- κρόνιππος, ὁ (Α)μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρόνιππος — an old dotard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιππον — Κρόνιππος an old dotard masc/fem acc sg Κρόνιππος an old dotard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek